- καρπισμός
- (I)ο (Α καρπισμός) [καρπίζω (Ι)]νεοελλ.συλλογή, συγκομιδή καρπώναρχ.εξάντληση («καρπισμὸς τῆς γῆς», Θεόφρ.).————————(II)καρπισμός, ὁ (Α) [καρπίζω (II)]η απελευθέρωση δούλου που γινόταν επίσημα με το άγγιγμά του από τον κύριό του με ράβδο.
Dictionary of Greek. 2013.